- ἡγεμόνευμα
- ἡγεμόν-ευμα, ατος, τό,A leading: but in E.Ph.1492 ἁγεμόνευμα νεκροῖσι, = ἡγεμὼν νεκρῶν, cf. Sch. ad loc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηγεμόνευμα — ἡγεμόνευμα και ἁγεμόνευμα, το (Α) [ηγεμονεύω] 1. ηγεμονία, αρχηγία 2. (με δοτ. αντί τού ηγεμών) φρ. «ἁγεμόνευμα νεκροῑσιν» ηγεμόνας νεκρών (Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἡγεμόνευμα — leading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγεμόνευμα — ἁ̱γεμόνευμα , ἡγεμόνευμα leading neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)